- δικασμός
δικασμός, ὁ, dasselbe, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δικασμός, ὁ, dasselbe, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δικασμός — giving judgement masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικασμός — ο (Α δικασμός) [δικάζω] νεοελλ. διαμάχη, λογομαχία αρχ. δίκη … Dictionary of Greek
δικασμῷ — δικασμός giving judgement masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικασμόν — δικασμός giving judgement masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικάζω — (AM δικάζω) 1. κρίνω, αποφασίζω ως δικαστής ή ένορκος για την ενοχή κάποιου 2. κρίνω ως δικαστής τις διαφορές, αποφασίζω για κάτι που αμφισβητείται 3. εκδίδω καταδικαστική απόφαση, ορίζω ποινή μσν. μέσ. 1. λογομαχώ, διαφωνώ 2. συζητώ 3. σκέφτομαι … Dictionary of Greek