δεκασμός

δεκασμός

δεκασμός, , Bestechung, Dion. Hal. 7, 6, 4; im plur. Plut. Cic. 29.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δεκασμός — bribery masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκασμός — ο (AM δεκασμός) [δεκάζω] η δωροδοκία, κυρίως δικαστών ή μαρτύρων αρχ. φρ. «δεκασμού γραφή» κατηγορία η οποία στρέφεται κατά τών πολιτών που δωροδόκησαν άρχοντες τής πόλεως, δικαστές ή μάρτυρες …   Dictionary of Greek

  • δεκασμός — ο η δωροδοκία, η διαφθορά και η εξαγορά της συνείδησης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεκασμοῖς — δεκασμός bribery masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκασμοί — δεκασμός bribery masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκασμοῦ — δεκασμός bribery masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκασμούς — δεκασμός bribery masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκασμῶν — δεκασμός bribery masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκασμῷ — δεκασμός bribery masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκασμόν — δεκασμός bribery masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφθορά — η (ΑΝ) 1. (με ηθική έννοια) ηθική εξαχρείωση, κατάπτωση, έκλυση ηθών 2. δωροδοκία, δεκασμός νεοελλ. (για γυναίκα) αποπλάνηση, ατίμαση αρχ. 1. καταστροφή, αφανισμός, θάνατος («τοὺς δέ τινας χειρωσάμενος... ἀπέστειλε ἐπὶ διαφθορῇ», Ηρόδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”