- δι-εμ-πίπλημι
δι-εμ-πίπλημι, ganz anfüllen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δι-εμ-πίπλημι, ganz anfüllen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πίπλημι — πίμπλημι fill pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίμπλημι — και πίπλημι και πίπλω και πιμπλάω και πιμπλέω και πιμπλάνομαι, ΜΑ 1. πληρώ, γεμίζω με κάτι (α. «τράπεζαν ἀμβροσίης πλήσασα», Ομ. Οδ. β. «δακρύοισι... Ἑλλάδ ἅπασαν ἔπλησε», Ευρ.) 2. γεμίζω το στόμα μου ή την κοιλιά μου, χορταίνω («οὗτος μὲν οὐδ αν … Dictionary of Greek
pel-1, pelǝ-, plē- — pel 1, pelǝ , plē English meaning: full, to fill; to pour; town (?) Deutsche Übersetzung: “gießen, fließen, aufschũtten, fũllen, einfũllen”; also ‘schwimmen, fließen machen, fliegen, flattern” and ‘schũtteln, schwingen, zittern… … Proto-Indo-European etymological dictionary