- δεκα-πλασίων
δεκα-πλασίων, ονος, dasselbe, Schol. Il. 2, 488.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεκα-πλασίων, ονος, dasselbe, Schol. Il. 2, 488.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τοσαπλασίων — άσιον, Α τόσες φορές περισσότερος ή μεγαλύτερος από κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος + πλασίων (< πλάσιος* + επίθημα ίων, δηλωτικό τού συγκριτικού βαθμού), πρβλ. πολλα πλασίων. Η μορφή τού α συνθετικού είναι αναλογική προς τα δεκα , επτα ] … Dictionary of Greek