κότυλος — κότυλος, ὁ (Α) ποτήρι, κύπελλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. κοτύλη] … Dictionary of Greek
κότυλος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτύλου — κότυλος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτύλους — κότυλος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτύλων — κότυλος masc gen pl κοτύλων nickname of a toper masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτύλῳ — κότυλος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κότυλοι — κότυλος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κότυλον — κότυλος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοκότυλος — η, ο (Α μονοκότυλος, ον) νεοελλ. 1. (για φυτά) αυτός που αποτελείται από μία μόνο κοτυληδόνα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μονοκότυλα βοτ. κλάση αγγειόσπερμων φυτών που περιέχει όλα τα αγγειόσπερμα τών οποίων το έμβρυο αποτελείται από μία μόνο… … Dictionary of Greek
πολυκότυλος — η, ο, Ν βοτ. πολυκοτυλήδονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κότυλος «κοτυληδόνα» (πρβλ. μονο κότυλος)] … Dictionary of Greek
τετρακότυλος — ον, Α αυτός που μπορεί να χωρέσει τέσσερεις κοτύλες («τετρακότυλος κύλιξ», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + κότυλος (< κοτύλη «μικρό αγγείο, μέτρο υγρών»), πρβλ. πεντα κότυλος] … Dictionary of Greek