- δεισ-ήνωρ
δεισ-ήνωρ, ορος, ϑυσία, Männer fürchtend, achtend, Aesch. Ag. 148.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεισ-ήνωρ, ορος, ϑυσία, Männer fürchtend, achtend, Aesch. Ag. 148.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λειχήνωρ — λειχήνωρ, ορος, ὁ (Α) (κωμική ονομασία ποντικού) αυτός που γλείφει τους άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειχ τού λείχω + ήνωρ (< ἀνήρ. Οι τ. σε ήνωρ, άνωρ εμφανίζουν την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα τού θέματος), πρβλ. αγαπ ήνωρ, δεισ ήνωρ. Το η… … Dictionary of Greek
φθισήνωρ — ορος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που αφανίζει, που φονεύει τους άνδρες 2. καταστρεπτικός, ολέθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < φθίνω + ήνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. δεισ ήνωρ, λυσ ήνωρ. Ο τ. αντί τού αναμενόμενου *φθεισ ήνωρ,… … Dictionary of Greek
δεισήνωρ — ( ορος), ο, η (Α) αυτός που φοβάται τους άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δεισ(ι) (< δείδω) + ήνωρ (< ανήρ*). Για τον σχηματισμό πρβλ. δεισιδαίμων] … Dictionary of Greek