- δεισί-θεος
δεισί-θεος, dasselbe, Poll. 1, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεισί-θεος, dasselbe, Poll. 1, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεισίθεος — δεισίθεος, ον (Α) ο δεισιδαίμονας, ο ευσεβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δεισι (< δείδω*) + θεός. Για τον σχηματισμό πρβλ. δεισιδαίμων] … Dictionary of Greek