- δι-εστραμμένως
δι-εστραμμένως, verdreht, verkehrt, Hel. 2, 19 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δι-εστραμμένως, verdreht, verkehrt, Hel. 2, 19 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐστραμμένως — in a varied manner indeclform (adverb) στράπτω lighten perf part mp masc acc pl (doric) στρέφω Aër. perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)