δι-εσπουδασμένως

δι-εσπουδασμένως

δι-εσπουδασμένως, sorgfältig, Dion. Hal. 1, 18, neben ἀκριβῶς.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εσπουδασμένως — ἐσπουδασμένως (Α) 1. επίρρ. σπουδαία, σοβαρά 2. με ζήλο 3. γρήγορα, εσπευσμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εσπουδασμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού σπουδάζω] …   Dictionary of Greek

  • ἐσπουδασμένως — seriously indeclform (adverb) σπουδάζω to be busy perf part mp masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατραβιάζειν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐσπουδασμένως καὶ ἀσήμως λαλεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. λατραβιάζειν και λατραβίζω συνδέονται με το λατ. latrō, πιθ. με σημ. «γαβγίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”