- δι-ερῶ
δι-ερῶ, fut., u. διείρηκα, perf. zu διειπεῖν; ὁ νόμος διείρηκεν, hat ausdrücklich bestimmt, Dem . 20, 28; u. pass., διείρηται ἱκανῶς παρὰ τοῦ νομοϑέτου Plat. Legg. VII, 809 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δι-ερῶ, fut., u. διείρηκα, perf. zu διειπεῖν; ὁ νόμος διείρηκεν, hat ausdrücklich bestimmt, Dem . 20, 28; u. pass., διείρηται ἱκανῶς παρὰ τοῦ νομοϑέτου Plat. Legg. VII, 809 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερώ — (I) (AM ἐρῶ, άω, Α ιων. τ. ἐρέω) μσν. νεοελλ. (συν. το μέσ.) ἐρῶμαι 1. αγαπώ, ερωτεύομαι («ἠράσθη τὴν κόρην») 2. (το αρσ. και θηλ. τής μτχ. ως ουσ.) α) ο ερωμένος ο αγαπητικός, ο εραστής β) η ερωμένη (για άτομα που έχουν εξωσυζυγικές, παράνομες… … Dictionary of Greek
ἐρῶ — ἐράομαι love pres imperat mp 2nd sg ἐράομαι love imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) ἐράω 1 love pres imperat mp 2nd sg ἐράω 1 love pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἐράω 1 love pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐράω 1 love imperf ind … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρῷ — ἐράω 1 love pres opt act 3rd sg ἐράω 2 pour forth pres opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔρω — ἔραμαι love pres imperat mp 2nd sg ἔρος 1 love masc nom/voc/acc dual ἔρος 1 love masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔρῳ — ἔρος 1 love masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρημένα — ἐρῶ verbum perf part mp neut nom/voc/acc pl (epic ionic) εἰρημένᾱ , ἐρῶ verbum perf part mp fem nom/voc/acc dual (epic ionic) εἰρημένᾱ , ἐρῶ verbum perf part mp fem nom/voc sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρήκεεν — ἐρῶ verbum plup ind act 3rd sg (epic ionic) ἐρῶ verbum plup ind act 1st sg (epic ionic) ἐρῶ verbum perf inf act (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρεῦντα — ἐρῶ verbum fut part act neut nom/voc/acc pl (epic doric ionic) ἐρῶ verbum fut part act masc acc sg (epic doric ionic) εἰρέω say pres part act neut nom/voc/acc pl (epic doric ionic) εἰρέω say pres part act masc acc sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρηκότα — ἐρῶ verbum perf part act neut nom/voc/acc pl ἐρῶ verbum perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρημέναι — ἐρῶ verbum perf part mp fem nom/voc pl (epic ionic) εἰρημένᾱͅ , ἐρῶ verbum perf part mp fem dat sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρημένον — ἐρῶ verbum perf part mp masc acc sg (epic ionic) ἐρῶ verbum perf part mp neut nom/voc/acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)