- δι-ερμηνευτικός
δι-ερμηνευτικός, ή, όν, erklärend, Procl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δι-ερμηνευτικός, ή, όν, erklärend, Procl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑρμηνευτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερμηνευτικός — ή, ό (AM ἑρμηνευτικός, ή, όν) [ερμηνευτής] 1. αυτός που ερμηνεύει ο αρμόδιος για ερμηνεία («ερμηνευτικά σχόλια») 2. φρ. «ερμηνευτική δύναμη» η δύναμη εκφράσεως, το δώρο, το τάλαντο τού ύφους 3. το θηλ. ως ουσ. ερμηνευτική ένας από τους κλάδους… … Dictionary of Greek
ερμηνευτικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή βοηθάει στην ερμηνεία: Ερμηνευτικά σχόλια. 2. το θηλ. ως ουσ., ερμηνευτική κλάδος της φιλολογίας που ασχολείται με την ερμηνεία κειμένων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑρμηνευτικά — ἑρμηνευτικός of neut nom/voc/acc pl ἑρμηνευτικά̱ , ἑρμηνευτικός of fem nom/voc/acc dual ἑρμηνευτικά̱ , ἑρμηνευτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμηνευτικῶν — ἑρμηνευτικός of fem gen pl ἑρμηνευτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμηνευτικόν — ἑρμηνευτικός of masc acc sg ἑρμηνευτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμηνευτικοῦ — ἑρμηνευτικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμηνευτικούς — ἑρμηνευτικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμηνευτικῆς — ἑρμηνευτικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμηνευτικῇ — ἑρμηνευτικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμηνευτική — ἑρμηνευτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)