Κράτης — masc nom sg Κράτης nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κράτης — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θηβαίος κυνικός φιλόσοφος (τέλη 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Υπήρξε ο σπουδαιότερος μαθητής του Διογένη του Σινωπέα. Αφού μοίρασε τα υπάρχοντά του στο Κοινό των Βοιωτών, παντρεύτηκε την Ιππαρχία, νέα με… … Dictionary of Greek
κρατῆς — κρατέω to be strong pres ind act 2nd sg (doric) κρατύς strong masc nom pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατῇς — κρατέω to be strong pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράτης — κρατέω to be strong imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κράτει — Κράτης neut nom/voc/acc dual (attic epic) Κράτεϊ , Κράτης neut dat sg (epic ionic) Κράτης neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κράτη — Κράτης neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) Κράτης neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) Κράτης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρατέων — Κράτης neut gen pl (epic doric ionic aeolic) Κράτης masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρατῶν — Κράτης neut gen pl (attic epic doric) Κράτης masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κράται — Κράτης masc nom/voc pl Κράτᾱͅ , Κράτης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κράτεα — Κράτης neut nom/voc/acc pl (epic ionic) Κράτης masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)