δι-ερπύζω

δι-ερπύζω

δι-ερπύζω (s. ἑρπύζω), durchkriechen; ἀκτῆς ἄκρα διερπύζων Opp. H. 2, 261; Hel. 6, 1; ῥοάων Nonn. 48, 336.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἑρπύζω — creep pres subj act 1st sg ἑρπύζω creep pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερπύζω — (AM ἑρπύζω) [έρπω] έρπω* μσν. σκύβω το κεφάλι, ταπεινώνομαι, φέρομαι χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς αρχ. 1. (για ανθρώπους υπερβολικά θλιμμένους ή μεγάλης ηλικίας ή για παιδιά ή για τετράποδα) βαδίζω σέρνοντας τα πόδια, σέρνομαι… …   Dictionary of Greek

  • ἑρπύζει — ἑρπύζω creep pres ind mp 2nd sg ἑρπύζω creep pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρπύζοντα — ἑρπύζω creep pres part act neut nom/voc/acc pl ἑρπύζω creep pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρπύζουσι — ἑρπύζω creep pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἑρπύζω creep pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρπύζειν — ἑρπύζω creep pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρπύζοις — ἑρπύζω creep pres opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρπύζοντες — ἑρπύζω creep pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρπύζοντος — ἑρπύζω creep pres part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρπύζουσα — ἑρπύζω creep pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρπύζων — ἑρπύζω creep pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”