- δειπνῖτις
δειπνῖτις, ιδος, ἡ, zum Gastmahl gehörig, στολή D. Cass. 69, 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δειπνῖτις, ιδος, ἡ, zum Gastmahl gehörig, στολή D. Cass. 69, 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δειπνίτις — δειπνῑτις ( ιδος), η (Α) [δείπνον] φρ. «δειπνῑτις στολή» ενδυμασία κατάλληλη για δείπνο … Dictionary of Greek
δείπνο — το και δείπνος, ο (AM δεῑπνον, το και δεῑπνος, ο) 1. το βραδινό φαγητό («κι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το δείπνο να χωνέψει» «ἔχουσι γεῡμα θλιβερόν, δεῑπνον ὀνειδισμένον» «χωρεῑν ἐπὶ δεῑπνον») 2. η ώρα τού βραδινού φαγητού (α. «θα γυρίσουμε κατά το… … Dictionary of Greek
δειπνίτιδι — δειπνί̱τιδι , δειπνῖτις fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)