μαγμός

μαγμός

μαγμός, , das Abwischen, Reinigen, Hesych. erkl. τὸ καϑάρσιον.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαγμός — μαγμός, ὁ (Α) 1. απόμαξη, καθάρισμα, σφούγγισμα 2. (κατά τον Ησύχ.) «τὸ καθάρσιον». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαγ (πρβλ. ἐ μάγ ην, παθ. αόρ. τού μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω») + κατάλ. μός] …   Dictionary of Greek

  • μαγμόν — μαγμός wiping masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”