- διξός
διξός, ion. = δισσός, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διξός, ion. = δισσός, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διξός — masc nom sg δισσός twofold masc nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διξά — διξός neut nom/voc/acc pl διξά̱ , διξός fem nom/voc/acc dual διξά̱ , διξός fem nom/voc sg (doric aeolic) δισσός twofold neut nom/voc/acc pl (ionic) διξά̱ , δισσός twofold fem nom/voc/acc dual (ionic) διξά̱ , δισσός twofold fem nom/voc sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διξῶν — διξός fem gen pl διξός masc/neut gen pl δισσός twofold fem gen pl (ionic) δισσός twofold masc/neut gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διξαί — διξός fem nom/voc pl δισσός twofold fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διξοί — διξός masc nom/voc pl δισσός twofold masc nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διξούς — διξός masc acc pl δισσός twofold masc acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναξός — ή, ό (Μ μοναξός, όν) μόνος μσν. 1. μοναδικός 2. απομονωμένος 3. ερημικός, απόμερος τόπος 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μοναξά ερημικός τόπος, ερημιά 5. φρ. «μόνος μοναξός» και «μόνον μοναξός» ολομόναχος 6. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) μοναξά α)… … Dictionary of Greek
τρισσός — ή, όν, ΜΑ, και αττ. τ. τριττός και ιων. τ. τριξός, Α τριπλός μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρισσά κώδικες με τρεις στήλες αρχ. 1. τρίτος 2. ονομασία μέτρου, το ένα τρίτο άγνωστου μεγέθους 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ τρισσοί ασπίδες 4. (στον… … Dictionary of Greek
διξάς — διξά̱ς , διξός fem acc pl διξά̱ς , δισσός twofold fem acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διξῆισιν — διξῇσιν , διξός fem dat pl (epic ionic) διξῇσιν , δισσός twofold fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
du̯ō(u) (*du̯ei-) — du̯ō(u) (*du̯ei ) English meaning: two Deutsche Übersetzung: “zwei” Grammatical information: m. (grammatical double form duu̯ōu), du̯ai f. n., besides du̯ei , du̯oi , du̯i Note: compare the summary by Brugmann II2 2, 6 82… … Proto-Indo-European etymological dictionary