δια-ψάω

δια-ψάω

δια-ψάω (ψάω), durchkratzen, durchscharren. Suid.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • διεψήσατο — διά ἕψω Acut. (Sp.) aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) διά ἑψάω aor ind mid 3rd sg (attic ionic) διά ἑψέω aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) διά ψάω rub aor ind mid 3rd sg διά ψέω aor ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδιαπεμψάμενοι — προδιαπεμψά̱μενοι , πρό , διά , ἀπό , ἐν ψάω rub pres part mp masc nom/voc pl (doric aeolic) προδιαπεμψά̱μενοι , πρό , διά , ἀπό ἐμψάω wipe in pres part mp masc nom/voc pl (doric aeolic) πρό διαπέμπω send off in different directions aor part mid… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδιαπεμψάμενος — προδιαπεμψά̱μενος , πρό , διά , ἀπό , ἐν ψάω rub pres part mp masc nom sg (doric aeolic) προδιαπεμψά̱μενος , πρό , διά , ἀπό ἐμψάω wipe in pres part mp masc nom sg (doric aeolic) πρό διαπέμπω send off in different directions aor part mid masc nom …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”