- δια-ψηλαφάω
δια-ψηλαφάω, durchtasten, durchversuchen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-ψηλαφάω, durchtasten, durchversuchen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διεψηλάφων — διά ψηλαφάω feel imperf ind act 3rd pl διά ψηλαφάω feel imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)