- δια-ψαύω
δια-ψαύω, berühren, Plut. adv. Stoic. 40.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-ψαύω, berühren, Plut. adv. Stoic. 40.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διαψαύοντι — διά ψαύω touch pres part act masc/neut dat sg διά ψαύω touch pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαψαυομένη — διά ψαύω touch pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατευθικτώ — κατευθικτῶ, έω (Α) ψάχνοντας βρίσκω το αληθινό μέρος, εγγίζω καλά, επιτυγχάνω ακριβώς («τῇ δὲ πληγῇ μὴ κατευθικτήσας διὰ τὴν τοῡ ἀγῶνος σπουδήν», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εὐθικτῶ «αγγίζω, ψαύω»] … Dictionary of Greek
ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… … Dictionary of Greek