- δια-ψύχω
δια-ψύχω, durchlüften, Xen. Cyr. 8, 2, 21; u. so austrocknen, τὰς ναῦς Thuc. 7, 12; τὸ σκαφίδιον Luc. Char. 23; ὁ ἀὴρ διὰ παντὸς διαδυόμενος δι αψύχει Arist. respir. 15; übertr., δύναμιν, schwächen, Plut. Lys. 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.