- δια-χλευάζω
δια-χλευάζω, = simplex, τινά, Dem. 50, 49; Pol. 17, 4, 4, öfter; Ath. XV, 694 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-χλευάζω, = simplex, τινά, Dem. 50, 49; Pol. 17, 4, 4, öfter; Ath. XV, 694 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χλεύη — η, ΝΜΑ χλευασμός, εμπαιγμός (α. «έγινε αντικείμενο χλεύης» β. «οὐ θαύματος ἀλλά χλεύης καὶ γέλωτος ἄξια», Ηρωδιαν.) μσν. απάτη («διὰ χλεύης τινὸς ἐπορνεύθη», Μαλάλ. Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. χλεύη θα μπορούσε πιθ. να αναχθεί στην ΙΕ ρίζα … Dictionary of Greek