- δια-χαίνω
δια-χαίνω, aus einander klaffen, den Mund öffnen; διακεχηνυῖα, Plut. sol. an. 30; διαχανόντες, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-χαίνω, aus einander klaffen, den Mund öffnen; διακεχηνυῖα, Plut. sol. an. 30; διαχανόντες, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διαρρέω — (AM διαρρέω) 1. ρέω κατά μήκος ή διά μέσου 2. (για δοχεία, σκεύη κ.λπ.) δεν έχω στεγανότητα 3. (για χρόνο) παρέρχομαι, περνώ σιγά σιγά 4. ξεγλιστρώ, διαφεύγω απαρατήρητος αρχ. μσν. εξαφανίζομαι, διασκορπίζομαι αρχ. 1. (για φήμη) α) θεωρούμαι… … Dictionary of Greek