δια-τορνεύω

δια-τορνεύω

δια-τορνεύω, = simpl. τορνεύω; Liban.; Plut. adv. St. 44.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τορνεύω — ΝΜΑ [τόρνος] 1. κατεργάζομαι μέταλλο, ξύλο ή άλλο υλικό με τόρνο, τορνάρω 2. μτφ. επεξεργάζομαι περίτεχνα τον λόγο, γραπτό ή προφορικό (α. «τορνευμένες φράσεις» β. «ἵνα τὴν γλῶσσαν τορνεύσαντες λόγον διὰ χειλέων ἐκπέμψωσι», Ιωάνν. Χρυσ.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • διετόρνευσε — διά τορνεύω work with a lathe aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατετορνευμένας — διατετορνευμένᾱς , διά τορνεύω work with a lathe perf part mp fem acc pl διατετορνευμένᾱς , διά τορνεύω work with a lathe perf part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”