- δια-τορεύω
δια-τορεύω, = τορεύω, LXX.; διαγλυφέντες καὶ διατορευϑέντες Ael. V. H. 14, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-τορεύω, = τορεύω, LXX.; διαγλυφέντες καὶ διατορευϑέντες Ael. V. H. 14, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διατετορευμένην — διά τορεύω bore through perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διετόρευσαν — διά τορεύω bore through aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατετορευμένας — διατετορευμένᾱς , διά τορεύω bore through perf part mp fem acc pl διατετορευμένᾱς , διά τορεύω bore through perf part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)