- πρό-λοβος
πρό-λοβος, ὁ, = προηγορεών, der Kropf der Hühner u. anderer Vögel, Arist. H. A. 2, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρό-λοβος, ὁ, = προηγορεών, der Kropf der Hühner u. anderer Vögel, Arist. H. A. 2, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρόλοβος — ο, ΝΑ 1. γαστρικός θύλακος τών πτηνών, πίσω από την επινεφριδιακή αδενική κοιλία, ο οποίος χρησιμοποιείται για τη φύλαξη τής τροφής προτού αυτή περάσει στο στομάχι και όπου αρχίζει το πρώτο στάδιο τής πέψης, στάδιο που αναπληρώνει την έλλειψη… … Dictionary of Greek