- πρό-λημμα
πρό-λημμα, τό, was man vorher od. vorweg nimmt, Vortheil, Pol. 17, 10, 3, πρόλημμα ποιῶν οὐδὲν Φιλίππῳ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρό-λημμα, τό, was man vorher od. vorweg nimmt, Vortheil, Pol. 17, 10, 3, πρόλημμα ποιῶν οὐδὲν Φιλίππῳ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek