- δια-ταμιεύω
δια-ταμιεύω, verwalten, χρήματα Plat. Legg. VII, 805 e. – Auch med., Plat. Critia. 111 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-ταμιεύω, verwalten, χρήματα Plat. Legg. VII, 805 e. – Auch med., Plat. Critia. 111 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταμίευμα — το, ΝΑ [ταμιεύω] νεοελλ. ποσό που έχει εισπραχθεί και βρίσκεται στο ταμείο αρχ. 1. αποταμίευμα, προμήθεια, παρακαταθήκη 2. οικονομική διαχείριση, ταμίευση («δαπανᾱται... διὰ τῶν τῆς γυναικός ταμιευμάτων τὰ πλεῑστα», Ξεν.) … Dictionary of Greek