- δια-τενής
δια-τενής, ές, sich hin erstreckend, auf etwas beziehend, πρός τι, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-τενής, ές, sich hin erstreckend, auf etwas beziehend, πρός τι, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευρυτενής — εὐρυτενής, ές (Α) αυτός που εκτείνεται μακριά, που έχει μεγάλη έκταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + τενής (< τείνω), πρβλ. δια τενής, ευθυ τενής] … Dictionary of Greek
τείνω — ΝΜΑ 1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.) 2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ. δ. «χεῑρας… … Dictionary of Greek