- δια-τετραίνω
δια-τετραίνω, durchbohren, durchlöchern; Her. 2, 11; διατετρανέεις 3, 12. – Med., διετετρήνατο, Ar. Th. 18. – Vgl. διατιτράω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-τετραίνω, durchbohren, durchlöchern; Her. 2, 11; διατετρανέεις 3, 12. – Med., διετετρήνατο, Ar. Th. 18. – Vgl. διατιτράω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διεκτετρημέναις — διά , ἐκ τετραίνω a A perf part mp fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθύτρητος — εὐθύτρητος, ον (Α) (για οστά) αυτός που έχει ευθύ τρήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + τρητός < τετραίνω (πρβλ. ά τρητος, διά τρητος)] … Dictionary of Greek
λεπτότρητος — λεπτότρητος, ον (Α) αυτός που έχει μικρές οπές («λεπτότρητος σπόγγος», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + τρητός (< τετραίνω), πρβλ. διά τρητος, κατά τρητος] … Dictionary of Greek
συντετραίνω — και συντίτρημι Α 1. (ιδίως σχετικά με δοχεία ή κοιλότητες) συνδέω δια μέσου οπής 2. (το μέσ.) συντετραίνομαι επικοινωνώ, συνδέομαι (α. «εἰς ὅv ἡ θάλασσα συνετέτρητο», Πλάτ. β. «συντέτρηνται [αἱ κοιλίαι] πρὸς τὸν πλεύμονα», Αριστοτ.) 3. μτφ. αφήνω … Dictionary of Greek
τιτρώσκω — ΝΑ, επικ. τ. τρώω Α νεοελλ. (μόνον το παθ. σε ορισμένους χρόνους και σε ορισμένες εγκλίσεις) 1. προσβάλλομαι («έχει τρωθεί από τα κάλλη της») 2. υφίσταμαι φθορά («έχει τρωθεί ανεπανόρθωτα το κύρος του») αρχ. 1. τραυματίζω, πληγώνω («τὸ ἀκόντιον … Dictionary of Greek
τρίβω — ΝΜΑ 1. σύρω επανειλημμένως ένα σώμα πάνω σε άλλο συμπιέζοντάς το στο σημείο επαφής τους ή ξύνω κάτι μετακινώντας με πίεση άλλο σώμα πάνω σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «τρίβω το ξύλο με το γυαλόχαρτο» γ. «τρίβω τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν… … Dictionary of Greek