- δια-τερσαίνω
δια-τερσαίνω, verstärktes τερσαίνω, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-τερσαίνω, verstärktes τερσαίνω, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διατερσαίνω — διά τερσαίνω dry up pres subj act 1st sg διά τερσαίνω dry up pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατερσαίνοντες — διά τερσαίνω dry up pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατερσαίνω — (Α) καταξεραίνω, στεγνώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + τερσαίνω < τέρσομαι*] … Dictionary of Greek