- διψήρης
διψήρης, ες, dasselbe, Nic. Ther. 371.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διψήρης, ες, dasselbe, Nic. Ther. 371.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… … Dictionary of Greek