- διψέω
διψέω, ion., dasselbe; Archil. frg. bei Ath. X, 433 e; Ep. ad. 176 (VI, 21).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διψέω, ion., dasselbe; Archil. frg. bei Ath. X, 433 e; Ep. ad. 176 (VI, 21).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διψώ — ( άω) (AM διψῶ, άω Α και διψέω και διψήω) 1. αισθάνομαι δίψα 2. (για έδαφος) έχω ανάγκη αρδεύσεως, είμαι κατάξερος 3. επιθυμώ, ποθώ («διψασμένος για έρωτα», «οἱ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην») νεοελλ. παροιμ. «άμα η αυλή σου διψάει για νερό μην τό… … Dictionary of Greek