- δισκο-βόλος
δισκο-βόλος, den Diskus werfend, Luc. Philops. 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δισκο-βόλος, den Diskus werfend, Luc. Philops. 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιοβόλος — (I) ον (ΑΜ ἰοβόλος, ον) (για τόξο) αυτό που ρίχνει βέλος, αυτό που τοξεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (II) + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πυρο βόλος, σφαιρο βόλος]. (II) ο (ΑΜ ἰοβόλος, ον) 1. αυτός που χύνει δηλητήριο, δηλητηριώδης, φαρμακερός… … Dictionary of Greek
κεραυνοβόλος — ο, θηλ. και α (ΑΜ κεραυνοβόλος, ον) (νεοελλ,) μτφ. 1. αυτός που πέφτει σαν κεραυνός, ξαφνικός, αστραπιαίος (α. «κεραυνοβόλος έρωτας» β. «κεραυνοβόλα επίθεση») 2. (για αρρώστια) αυτός που εκδηλώνεται απότομα και γρήγορα, θανατηφόρος 3. φρ.… … Dictionary of Greek
κορωνοβόλος — κορωνοβόλος, ον (Α) το ουδ. ως ουσ. τὸ κορωνοβόλον σφεντόνα ή τόξο για κουρούνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δισκο βόλος, κεραυνο βόλος. Η παροξυτονία δίνει στη λ. ενεργ. σημ.] … Dictionary of Greek
κυματοβόλος — κυματοβόλος, ον (Α) αυτός που ρίχνει κύματα, που ξεσπά κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δισκο βόλος, σφαιρο βόλος] … Dictionary of Greek
κυρτοβόλος — κυρτοβόλος, ὁ (Α) ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύρτος + βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δικτυ βόλος, δισκο βόλος. Η παροξυτονία δίνει στη λ. ενεργητική σημ.] … Dictionary of Greek
ιξοβόλος — ἰξοβόλος, ον (Α) 1. αυτός που χτυπά με ιξωτικά καλάμια 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἰξοβόλος ο ιξευτής, ο κυνηγός πτηνών με ιξόβεργα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιξός + βόλος (< βάλλω) πρβλ. δισκο βόλος, ιο βόλος] … Dictionary of Greek
κεγχροβόλοι — κεγχροβόλοι, οἱ (Α) (κωμική λέξη στον Λουκιανό) αυτοί που πολεμούν με κεχρί, που εκτοξεύουν ως βλήματα σπόρους κέγχρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο βόλος, πυρσο βόλος] … Dictionary of Greek
κριοβόλος — κριοβόλος, ον (Α) φρ. «κριοβόλος τελετή» τελετή κατά την οποία φονεύονταν κριάρια προς τιμήν τού Ἀτυος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο βόλος, φυλλο βόλος] … Dictionary of Greek
λαθροβόλος — λαθροβόλος, ον (Α) αυτός που πλήττει κάποιον λαθραία, κρυφά («ἰξευταί... λαθροβόλῳ δόνακι», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) * + βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο βόλος, κεραυνο βόλος] … Dictionary of Greek
μηλοβόλος — ο (στο παρελθόν) νέος που πετούσε μήλα σε κοπέλα ως εκδήλωση τής αγάπης του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήλο + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δισκο βόλος] … Dictionary of Greek
ταυροβόλος — ον, Α 1. αυτός που καταβάλλει, που φονεύει ταύρους 2. το θηλ. ἡ Ταυροβόλος προσωνυμία τής Αρτέμιδος και τής Αθηνάς στην Άνδρο 3. φρ. «ταυροβόλος τελετή» το ταυροβόλιον* επιγρ.. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δισκο… … Dictionary of Greek