- δισκο-φόρος
δισκο-φόρος, den Diskus tragend, Luc. Philops. 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δισκο-φόρος, den Diskus tragend, Luc. Philops. 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκαφηφόρος — ο / σκαφηφόρος, ον, ΝΑ 1. αυτός που μεταφέρει σκάφη, λεκάνη ή δίσκο 2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι σκαφηφόροι άτομα τα οποία είχαν το τιμητικό λειτούργημα, στην πομπή τών Παναθηναίων, να φέρουν σκάφες, δηλ. σκεύη με προσφορές για την Αθηνά.… … Dictionary of Greek