- δι-σπίθαμος
δι-σπίθαμος, von zwei Spannen, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δι-σπίθαμος, von zwei Spannen, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρισπίθαμος — η, ο / τρισπίθαμος, ον, ΝΜΑ, και τριπίθαμος Ν αυτός που έχει μήκος τρεις πιθαμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ /τρι * + σπίθαμος (< σπιθαμή /πιθαμή), πρβλ. δι σπίθαμος] … Dictionary of Greek
πεντασπίθαμος — και αττ. τ. πεντεσπίθαμος, ον, Α αυτός που έχει μήκος ή ύψος πέντε σπιθαμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * / πέντε + σπιθαμή (πρβλ. τρι σπίθαμος)] … Dictionary of Greek