- δεσποινικός
δεσποινικός, kaiserlich, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεσποινικός, kaiserlich, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεσποινικός — δεσποινικός, ή, όν (Μ) [δέσποινα] 1. αυτός που ανήκει στη δέσποινα II. επιρρ. δεσποινικῶς με τρόπο που αρμόζει σε δέσποινα … Dictionary of Greek
δεσποινικόν — δεσποινικός belonging to the Imperial household masc acc sg δεσποινικός belonging to the Imperial household neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποινικοί — δεσποινικός belonging to the Imperial household masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποινικοῦ — δεσποινικός belonging to the Imperial household masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποινικῆς — δεσποινικός belonging to the Imperial household fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποινική — δεσποινικός belonging to the Imperial household fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποινικῶς — δεσποινικός belonging to the Imperial household adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek