- μακρο-χρονιότης
μακρο-χρονιότης, ητος, ἡ, die lange Dauer, das lange Leben, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μακρο-χρονιότης, ητος, ἡ, die lange Dauer, das lange Leben, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… … Dictionary of Greek