- μακρο-χρόνιος
μακρο-χρόνιος, lange Zeit dauernd, lebend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μακρο-χρόνιος, lange Zeit dauernd, lebend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσοχρόνιος — μεσοχρόνιος, ον (Α) αυτός που έχει μέσο όρο διάρκειας τής ζωής, αυτός που είναι 40 ώς 50 ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + χρόνιος (< χρόνος), πρβλ. μακρο χρόνιος, ολιγο χρόνιος] … Dictionary of Greek
ημιχρόνιο — το (γυμναστ.) διάλειμμα λίγων λεπτών (για ανάπαυση) στο μέσο περίπου τού διαστήματος κατά το οποίο γίνονται οι γυμναστικές ασκήσεις, αλλ. μεσόχρονο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημιχρόνιο (ενν. διάστημα) ουσιαστικοποιημένο επίθ. σχηματισμένο κατά το βραχυ… … Dictionary of Greek
ολοχρόνιος — α, ο (Α ὁλοχρόνιος, ία, ον) αυτός που διαρκεί όλο τον χρόνο, διαρκής, συνεχής. επίρρ... ὁλοχρονίως (Μ) διαρκώς, συνεχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + χρόνιος (< χρόνος), πρβλ. μακρο χρόνιος] … Dictionary of Greek