- μακρόθι
μακρόθι, in der Ferne, weit, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μακρόθι, in der Ferne, weit, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μακρόθι — (Μ) επίρρ. σε μεγάλη απόσταση, μακριά («μακρόθι κεῑται», Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρός + επιρρμ. κατάλ. θι (πρβλ. αλλαχό θι)] … Dictionary of Greek
μακρός — ά, ό (AM μακρός, ά, όν, ιων. θηλ. μακρή) 1. αυτός που έχει μεγάλο μήκος, μακρύς, επιμήκης (α. «μακροί δρόμοι» β. «οὕνεκ ἄρ οὐ τόξοισι μαχέσκετο δουρί τε μακρῷ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει μεγάλο ύψος, υψηλός (α. «μακρός στύλος» β. «γαῑα... ξυνή … Dictionary of Greek