μακρό-κεντρος

μακρό-κεντρος

μακρό-κεντρος, langstachelig, Arist. H. A. 4, 7.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εύκεντρος — εὔκεντρος, ον (Α) αυτός που έχει καλό κέντρον, αιχμηρός, οξύς, σουβλερός («εὔκεντρον βέλος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κεντρος (< κέντρον), πρβλ. μακρό κεντρος, οπισθό κεντρος] …   Dictionary of Greek

  • ολόκεντρος — (I) ολόκεντρος, ον (Α) καλυμμένος με αγκάθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅλος + κεντρος (< κέντρον), πρβλ. μακρό κεντρος]. (II) ο ζωολ. γένος βερικόμορφων οστεοϊχθύων τής οικογένειας ολοκεντρίδες …   Dictionary of Greek

  • ομόκεντρος — η, ο (Α ὁμόκεντρος, ον) (για σφαίρες, κύκλους, κ.ά σχήματα) αυτός που έχει το ίδιο κέντρο με κάποιον άλλο, ομοκεντρικός («ἡ γῆ ὁμόκεντρος τῷ οὐρανῷ μένει», Στράβ.) νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το ομόκεντρο το κοινό κέντρο δύο ή περισσότερων κύκλων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”