- μακρό-κερκος
μακρό-κερκος, langschwänzig, Strattis bei Ath. II, 69 a, Arist. H. A. 8, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μακρό-κερκος, langschwänzig, Strattis bei Ath. II, 69 a, Arist. H. A. 8, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοντόκερκος — κοντόκερκος, η, ον (Μ) κολοβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + κερκος (< κέρκος «ουρά»), πρβλ. μακρό κερκος, πλατύ κερκος] … Dictionary of Greek
κολοβόκερκος — κολοβόκερκος, ον (AM) αυτός που έχει κοινή ή κομμένη ουρά («καὶ μόσχον ἢ πρόβατον ὠτότμητον, ἢ κολοβόκερκον σφάγια ποιήσεις αὐτὰ σεαυτῷ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + κέρκος «ουρά» (πρβλ. δασύ κερκος, μακρό κερκος)] … Dictionary of Greek