- μακρό-κωπος
μακρό-κωπος, mit langem Ruder, E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μακρό-κωπος, mit langem Ruder, E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονόκωπος — η, ο (Α μονόκωπος, ον) αυτός που έχει ένα μόνο κουπί νεοελλ. (για λέμβο) αυτή που έχει έναν κωπηλάτη σε κάθε πάγκο αρχ. αυτός που έχει ένα μόνο πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κωπος(< κώπη «κουπί»), πρβλ. μακρό κωπος] … Dictionary of Greek