- μακρό-βωλος
μακρό-βωλος, mit großen Erdschollen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μακρό-βωλος, mit großen Erdschollen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ωλεσίβωλος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που καταστρέφει, που διαλύει τους βώλους («ἀρθροπέδαν στῆμόν τε καὶ ὠλεσίβωλον ἀρούρης σφῡραν», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. ποιητ. τ. τού αρχ. ὀλεσί βωλος* με μακρό φωνηεντισμό ω για διευθέτηση μετρικών αναγκών] … Dictionary of Greek