- μακρυσμός
μακρυσμός, ὁ, weite Entfernung, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μακρυσμός, ὁ, weite Entfernung, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μακρυσμός — μακρυσμός, ὁ (ΑM) [μακρύνω] απομάκρυνση … Dictionary of Greek
μακρυσμοῦ — μακρυσμός long interval masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρυσμῶν — μακρυσμός long interval masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρυσμῷ — μακρυσμός long interval masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρυσμόν — μακρυσμός long interval masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)