δι-πάλαιστος

δι-πάλαιστος

δι-πάλαιστος, zwei Palmen (παλαιστή) breit, groß; Xen. Cyn. 2, 4; Pol. 27, 9. 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παλαιστός — παλαιστός, ὁ (Α) παλαιστή*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού παλαιστής*(ΙΙ)] …   Dictionary of Greek

  • παλαιστός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιστόν — παλαιστός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευπάλαιστος — εὐπάλαιστος, ον (A) αυτός που καταβάλλεται, που νικιέται εύκολα στην πάλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παλαιστος (< πα λαίω), πρβλ. α πάλαιστος, εκ πάλαιστος] …   Dictionary of Greek

  • ισοπάλαιστος — ἰσοπάλαιστος, ον (Α) αυτός που έχει μήκος ή πλάτος μιας παλάμης, μιας παλαιστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + παλαιστος (< παλαιστή /παλαστή «παλάμη»), πρβλ. εξα πάλαιστος, τετρα πάλαιστος] …   Dictionary of Greek

  • εξαπάλαιστος — ἑξαπάλαιστος, ον (Α) αυτός που έχει μήκος έξι παλαμών («τοῡ δὲ πήχεος ἑξαπαλαίστου», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + *παλαιστος (< παλαστή «πλάτος τεσσάρων δακτύλων, παλάμη») τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. τρι πάλαιστος)] …   Dictionary of Greek

  • ευκαταπάλαιστος — εὐκαταπάλαιστος, ον (Α) αυτός που καταβάλλεται εύκολα στην πάλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα παλαιστος (< κατα παλαίω), πρβλ. α κατα πάλαιστος] …   Dictionary of Greek

  • οκταπάλαιστος — ὀκταπάλαιστος και ὀκτωπάλαιστος, ον (Α) αυτός που έχει μήκος ή πλάτος ίσο με οκτώ παλάμες, ο ευρύς ή μακρός κατά οκτώ παλάμες («ἀσπὶς ὀκταπάλαιστος», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + πάλαιστος, μορφή με την οποία εμφανίζεται ως β… …   Dictionary of Greek

  • επταπάλαιστος — ἑπταπάλαιστος, ον (Α) μήκους επτά παλαμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < επτά* + πάλαιστος, όπως εμφανίζεται ως β’ συνθετικό το παλαστή* «παλάμη»] …   Dictionary of Greek

  • παλαιστοῦ — παλαιστέω thrust away with the hand pres imperat mp 2nd sg (attic) παλαιστέω thrust away with the hand imperf ind mp 2nd sg (attic) παλαιστής wrestler masc gen sg παλαιστός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαιστῶν — παλαιστέω thrust away with the hand pres part act masc nom sg (attic epic doric) παλαιστή fem gen pl παλαιστής wrestler masc gen pl παλαιστός masc gen pl παλαστή palm of the hand fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”