δι-πλασίων

δι-πλασίων

δι-πλασίων, ον, = διπλάσιος; erst bei Sp. übliche Form; vgl. Lob. Phryn. p. 411.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλασίων — πλάσις moulding fem gen pl (epic doric ionic aeolic) πλάσσω form fut part act masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οσαπλασίων — ὁσαπλασίων, ον (Α) όσες φορές περισσότερος ή όσες φορές μεγαλύτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅσος + πλασίων (< πλάσιος με την κατάλ. τού συγκριτικού βαθμού ίων), πρβλ. μυριο πλασίων] …   Dictionary of Greek

  • τοσαπλασίων — άσιον, Α τόσες φορές περισσότερος ή μεγαλύτερος από κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος + πλασίων (< πλάσιος* + επίθημα ίων, δηλωτικό τού συγκριτικού βαθμού), πρβλ. πολλα πλασίων. Η μορφή τού α συνθετικού είναι αναλογική προς τα δεκα , επτα ] …   Dictionary of Greek

  • τρεισκαιδεκαπλασίων — και τρισκαιδεκαπλασίων, άσιον, Α ο δεκατρείς φορές μεγαλύτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρεισκαίδεκα + πλασίων (< πλάσιος* + ίων), πρβλ. πεντα πλασίων] …   Dictionary of Greek

  • τριακονταεννεαπλασίων — άσιον, Α ο τριάντα εννέα φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριακονταεννέα + πλασίων (< πλάσιος + επίθημα ίων), πρβλ. πεντα πλασίων] …   Dictionary of Greek

  • οκτωκαιεικοσαπλασίων — ὀκτωκαιεικοσαπλασίων, ον (Α) αυτός που είναι είκοσι οκτώ φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτώ + καὶ + εἴκοσι + πλασίων (< πλάσιος*), πρβλ. οκτωκαιδεκαπλασίων] …   Dictionary of Greek

  • πενταπλασίων — ον, Α ο πενταπλάσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενταπλάσιος + κατάλ. συγκριτ. ιων (πρβλ. μυριο πλασίων)] …   Dictionary of Greek

  • πεντεκαιδεκαπλασίων — ον, Α αυτός που είναι δεκαπέντε φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κάποιον άλλο, ο πεντεκαιδεκαπλάσιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαιδεκαπλάσιος + κατάλ. ίων, δηλωτική τού συγκριτικού βαθμού (πρβλ. δι πλασίων)] …   Dictionary of Greek

  • χιλιοκαιπεντηκονταπλασίων — άσιον, Α αυτός που έχει πολλαπλασιαστεί με τον αριθμό 1050. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + καί + πεντήκοντα + πλασίων (< πλάσιος* + κατάλ. ίων τού συγκριτικού βαθμού (πρβλ. μυριο πλασ ίων)] …   Dictionary of Greek

  • χιλιοκτακοσιογδοηκονταπλασίων — άσιον, Α αυτός που έχει πολλαπλασιαστεί με τον αριθμό 1880. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + ὀκτακόσια + ὀγδοήκοντα + πλασίων (< πλάσιος* + κατάλ. ίων τού συγκριτικού βαθμού), πρβλ. μυριο πλασ ίων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”