- δι-πλασιάζω
δι-πλασιάζω, verdoppeln; Andoc. 4, 11; Plat. Legg. XI, 920 a u. Sp.; das Doppelte einbringen, von einem Schiffe, Lys. 32, 25. – Intr., doppelt so groß sein, als, τινός, D. Sic. 4, 84.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δι-πλασιάζω, verdoppeln; Andoc. 4, 11; Plat. Legg. XI, 920 a u. Sp.; das Doppelte einbringen, von einem Schiffe, Lys. 32, 25. – Intr., doppelt so groß sein, als, τινός, D. Sic. 4, 84.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπερπλασιάζω — Μ πολλαπλασιάζω κάτι σε πολύ μεγάλο βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πλασιάζω (< πλάσιος*), πρβλ. πολλα πλασιάζω] … Dictionary of Greek
ισοπλασιάζω — ἰσοπλασιάζω (Μ) πολλαπλασιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(o) * + πλασιάζω (< πλάσιος, πρβλ. δι πλάσιος, τρι πλάσιος] … Dictionary of Greek
ισοπολλαπλασιασμός — ο ο πολλαπλασιασμός δύο ή περισσότερων αριθμών επί τον ίδιο παράγοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πολλα πλασιασμός (< πολλα πλασιάζω)] … Dictionary of Greek