- δι-πύρηνος
δι-πύρηνος, zweikernig. – Bei den Medic. τὸ δ. ein chirurgisches Instrument, eine Art Sonde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δι-πύρηνος, zweikernig. – Bei den Medic. τὸ δ. ein chirurgisches Instrument, eine Art Sonde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρῆνος — πυρήν stone masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακοπύρηνος — μαλακοπύρηνος, ον (Α) αυτός που έχει μαλακό πυρήνα, μαλακό κουκούτσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + πυρήν, ῆνος (πρβλ. σκληρο πύρηνος)] … Dictionary of Greek
μικροπύρηνος — η, ο (Α μικροπύρηνος, ον) (για καρπούς) αυτός που έχει μικρό πυρήνα, μικρό κουκούτσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + πυρήν, ῆνος (πρβλ. μαλακο πύρηνος)] … Dictionary of Greek
πολυπύρηνος — η, ο / πολυπύρηνος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλούς πυρήνες, πολλά κουκούτσια νεοελλ. (βιολ. φυσ.) ο με πολλούς πυρήνες, αυτός που έχει περισσότερους από έναν πυρήνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πυρήν, ῆνος (πρβλ. α πύρηνος)] … Dictionary of Greek