δι-πόδης

δι-πόδης

δι-πόδης, od. δίποδος, zwei Fuß groß, lang; διπόδου πλέον Xen. Oec. 19, 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ποδῆς — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ποδῆν — Ποδῆς masc gen pl (doric) Ποδῆς masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ποδοῦ — Ποδῆς masc gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ποδῇ — Ποδῆς masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ποδῶν — Ποδῆς masc gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοντοπόδης — κοντοπόδης, ὁ (Μ) κοντοπόδαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) + πόδης (< πόδι), πρβλ. μακρο πόδης, στραβο πόδης] …   Dictionary of Greek

  • κουτσοπόδης — α, ικο κουτσός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο * + πόδης (< πόδι), πρβλ. κοντο πόδης, μακρο πόδης] …   Dictionary of Greek

  • κοψοπόδης — α, ικο κουτσοπόδης, κουτσός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο) * + πόδης (< πόδι), πρβλ. μακρο πόδης, στραβο πόδης] …   Dictionary of Greek

  • κυλλοπόδης — κυλλοπόδης, ὁ (Α) κυλλοποδίων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυλλός + πόδης (< πούς, ποδ ός), πρβλ. γοργό πόδης, μακρο πόδης) …   Dictionary of Greek

  • λαβροπόδης — λαβροπόδης, ὁ (Α) αυτός που επέρχεται ορμητικά, ορμητικός («λαβροπόδης χείμαρρος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. γυμνο πόδης, ξυλο πόδης] …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”