- μανύω
μανύω, μάνῡσις, μᾱνϋτής, ὁ, dor. = μηνύω, μήνυσις, μηνυτής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μανύω, μάνῡσις, μᾱνϋτής, ὁ, dor. = μηνύω, μήνυσις, μηνυτής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μανύω — (Α) (δωρ. τ.) βλ. μηνύω … Dictionary of Greek
μανύω — μᾱνύ̱ω , μηνύω disclose what is secret pres subj act 1st sg μᾱνύ̱ω , μηνύω disclose what is secret pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηνύω — (ΑΜ μηνύω Μ και μηνυῶ, άω, Α και δωρ. τ. μανύω) 1. αποκαλύπτω μυστικό, καθιστώ κάτι γνωστό, φανερώνω, αποκαλύπτω («ποίου γὰρ ἀνδρὸς τήνδε μηνύει τύχην», Σοφ.) 2. εισάγω κατηγορία ή διατυπώνω καταγγελία εναντίον κάποιου («καὶ ὁ μὲν αὐτός τε καθ… … Dictionary of Greek